- ὤμνυ
- ὤμνῡ , ὄμνυμιswearimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὤμνυ' — ὤμνυο , ὄμνυμι swear imperf ind mp 2nd sg (epic) ὤμνυε , ὄμνυμι swear imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤμνυν — ὤμνῡν , ὄμνυμι swear imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤμνυς — ὤμνῡς , ὄμνυμι swear imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek